- καταχιονίζω
- (Α καταχιονίζω)(επιτ. τ. τού χιονίζω) νεοελλ. (αμτβ.) καλύπτομαι ολόκληρος ή πολύ με χιόνι («καταχιόνισε και ο κάμπος»)αρχ.(κατά τον Ησύχ.) κατακαλύπτω με χιόνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχιονίζεται — καταχιονίζω cover with snow pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)